- μαχαιράκι
- το (Μ μαχαιράκι[ν])μικρό μαχαίρι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Die Mörderin — (griech. Ἡ φόνισσα i fónissa) ist eine neugriechische Erzählung, die 1903 als Fortsetzungsgeschichte erstmals erschien. Sie gilt als Höhepunkt im Schaffen des Schriftstellers Alexandros Papadiamantis und als eines der wichtigsten Prosawerke… … Deutsch Wikipedia
κοντυλομάχαιρο — και κονδυλομάχαιρο, το (Μ κονδυλομάχαιρο[ν] μαχαιράκι για το ξύσιμο κοντυλιού ή μολυβιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντύλι + μαχαίρι (πρβλ. τραπεζο μάχαιρο, χασαπο μάχαιρο)] … Dictionary of Greek
μαχαίρι — Κοπτικό εργαλείο με χειρολαβή και μεταλλική λεπίδα. Η κατασκευή των μ. ποικίλει, ωστόσο η λεπίδα τους κατασκευάζεται από σίδερο ή ατσάλι, ενώ η λαβή είτε από το ίδιο μέταλλο (όπως στα τραπεζομάχαιρα), οπότε αποτελεί ενιαίο κομμάτι με τη λεπίδα,… … Dictionary of Greek
μαχαιρίδα — η (Α μαχαιρίς, ίδος) νεοελλ. μαχαιρίδιο, μαχαιράκι αρχ. 1. το πλατύ και βαρύ μαχαίρι τών κρεοπωλών 2. πολεμικό όπλο, σπαθί ή ξίφος 3. (γενικά) το μαχαίρι («τέμνοντα τῇ μαχαιρίδι τὰ φαρμασσόμενα τῶν κρεῶν», Πλούτ.) 4. ξυράφι τού κουρέα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
μαχαιρίδιο — το (ΑM μαχαιρίδιον) [μάχαιρα] μικρό μαχαίρι, μαχαιράκι («μύρον καὶ μαχαιρίδιον θυτικόν», Ευστ.) νεοελλ. 1. ο σουγιάς 2. μικρό χειρουργικό μαχαίρι, νυστέρι 3. φρ. «μαχαιρίδιο ηλεκτρικό» χειρουργικό όργανο με το οποίο προκαλείται τομή ή πήξη τών… … Dictionary of Greek
σμίλη — Κοπτικό εργαλείο, γενικά κατάλληλο για την κατεργασία ξύλου, μετάλλων και λίθων. Αποτελείται από μια χαλύβδινη ράβδο ορθογωνικής διατομής με στρογγυλεμένες ακμές, το ένα άκρο της οποίας έχει σχήμα κοπτικής αιχμής. Χρησιμοποιείται με κρούση στο… … Dictionary of Greek
σουγιάς — ο, Ν 1. πτυσσόμενο μαχαιράκι τσέπης 2. φρ. «τρώει ψωμί και σουγιά» τρώει σκέτο ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
σουγιάς — ο (λ. τουρκ.), μαχαιράκι της τσέπης: Πήρε μαζί του κι ένα σουγιά, για να καθαρίσει τα φρούτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλεβοτόμος — α, ο 1. αυτός που κόβει (ανοίγει) τις φλέβες για αφαίμαξη. 2. το ουδ. ως ουσ., φλεβοτόμο χειρουργικό μαχαιράκι ή νυστέρι, με το οποίο γίνεται η φλεβοτομία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)